-
1 беспрецедентный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноπρωτοφανής, άνευ προηγουμένου•беспрецедентный случай περίπτωση άνευ προηγουμένου.
-
2 прецедент
1. (случай, служащий примером или оправданием для последующих случаев подобного рода) το προηγούμενο 2. юр. (решение суда, принимаемое за образец при разрешении сходных вопросов) το προηγούμενο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прецедент
-
3 беспрецедентный
беспрецедентныйприл χωρίς προηγούμενο, ἀνευ προηγουμένου, πρωτοφανής. -
4 неслыханный
неслыханн||ыйприл ἀνήκουστος, πρωτάκουστος, πρωτοφανής, ἄνευ προηγουμένου:\неслыханныйая вещь πρωτάκουστο πράγμα· \неслыханныйое преступление τό ἀνήκουστο Εγκλημα· \неслыханныйые жертвы οἱ ἀφάνταστες θυσίες· \неслыханный успέx ἡ πρωτοφανής ἐπιτυχία -
5 небывалый
επ.πρωτοφανής, ασυνήθιστος, ανήκουστος, άνευ προηγουμένου, πρωτοφάνερος, πρωτοείδωτος.(απλ.) αταξίδευτος. -
6 непревзойдённый
επ.ανυπέρβλητος, ανυπέρβατος, αξεπέρστος απαράμιλλος, άφθαστος•-ое древнегреческое искусство η άφθαστη αρχαιοελληνική Τέχνη.
|| πρωτοφανής, άνευ προηγουμένου, ανήκουστος•-ая жестокость πρωτοφανής σκληρότητα.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών (Ναού Ευαγγελιστρίας Τήνου) — Το μουσείο ιδρύθηκε 1930, με πρωτοβουλία του Πανελλήνιου Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, για να στεγάσει δείγματα της παραγωγής καλλιτεχνών που γεννήθηκαν στην Τήνο. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ορισμένοι από αυτούς τους καλλιτέχνες σπούδασαν … Dictionary of Greek
Νιζίνσκι, Βασλάβ — (Vaslav Fomic Nizinsky,Κίεβο 1890 – Λονδίνο 1950). Ρώσος χορευτής και χορογράφος. Πήρε το δίπλωμά του στην Αγία Πετρούπολη το 1908 και αμέσως τον κάλεσαν να γίνει μέλος των ρωσικών μπαλέτων του Ντιαγκίλεφ, όπου ο χορός του προκάλεσε στο κοινό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Λεωσθένης — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός (4oς αι. π.Χ.). Το 361 π.Χ. ο Αλέξανδρος των Φερών είχε καταλάβει την Πεπάρηθο (τη σημερινή Σκόπελο) και πολιορκούσε την πρωτεύουσα. Οι Αθηναίοι έστειλαν τότε εκεί τον Λ … Dictionary of Greek